- αγέλη
- Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία.
Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με ηλικία 8-11 χρόνων, που τα μέλη της λέγονται λυκόπουλα.
Ιστορία. Ονομασία ομάδας νέων στην αρχαία Κρήτη. Οι νέοι αυτοί, στην ηλικία των 18 ετών και πάνω, είχαν στρατιωτική οργάνωση, κοινή διαβίωση και ελέγχονταν από την πολιτεία. Ο αρχηγός της α. λεγόταν αγελάτης και αναλάμβανε την επίβλεψη των γυμναστικών και στρατιωτικών ασκήσεων. Τους συνόδευε επίσης στο κυνήγι και τιμωρούσε τους ανυπάκουους. Τα μέλη της α., που λέγονταν αγελαίοι, δρομείςαγέλαστοι, ζούσαν και γυμνάζονταν μαζί και είχαν ελεύθερη είσοδο στα στάδια και στα γυμναστήρια. Όλα τα μέλη έπρεπε να παντρευτούν συγχρόνως. Μετά τον γάμο τους ήταν υποχρεωμένα να πηγαίνουν στα ανδρεία (κοινά συσσίτια των ανδρών). Στα ανδρεία τους δίδασκαν τους νόμους της πολιτείας καθώς και ψαλμούς προς τους θεούς και εγκώμια για τους ήρωες. Ανάλογα σώματα υπήρχαν και στην αρχαία Σπάρτη, με τη διαφορά ότι οι Σπαρτιάτες έμπαιναν σε αυτές τις ομάδες από 8 ετών και η βάση της όλης τους παιδείας ήταν αποκλειστικά o πολεμικός προορισμός. Όσοι ανήκαν στην α. της Σπάρτης, χωρίζονταν σε τρεις τάξεις. Στα παιδιά (17-18 ετών), στους μελλείρινες (18-20) και στους είρηνες (20-30).
* * *η (Α ἀγέλη)1. πλήθος ομοειδών ζώων που ζουν και βόσκουν μαζί, κοπάδιαρχικά λεγόταν κυρίως για τα βόδια και τις αγελάδες, αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλα ζώα (άλογα, κατσίκες, πρόβατα κ.λ.π.)2. κάθε πλήθος, ομάδανεοελλ.1. ομάδα ανθρώπων που κινούνται και ενεργούν χωρίς τάξη, «μπουλούκι»2. ομάδα προσκόπων ηλικίας οκτώ έως έντεκα ετών, τής οποίας τα μέλη ονομάζονται «λυκόπουλα»αρχ.πληθώρα, συσσώρευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγω, με επίθημα -λ. Επίθημα -l εμφανίζεται επίσης στη Λατινική, π.χ. agilis (= ζωηρός, γρήγορος), agolam (= αγκλίτσα).ΠΑΡ. ἀγεληδόναρχ.ἀγελάζομαι, ἀγελαῖος, ἀγέληθεν, ἀγελικόςμσν.ἀγελάςνεοελλ.αγελάδα.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγέλαρχος, ἀγελάτης, ἀγελοκόμοςνεοελλ.αγεληλάτης, αγελόβιος, αγελόμαντρα.
Dictionary of Greek. 2013.